- αναπαιστοπυρρίχιος
- ἀναπαιστοπυρρίχιος, ο (Μ)μετρικός πόδας που αποτελείται από έναν ανάπαιστο και έναν πυρρίχιο (∪∪ - ∪∪).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπαιστος + πυρρίχιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek